Ναζωραίοι

Ναζωραίοι
Ονομασία μιας ομάδας Γερμανών καλλιτεχνών που εργάστηκαν στη Ρώμη από το 1810 με την πρόθεση να αντιδράσουν στον νεοκλασικισμό και να συντελέσουν στην αναβίωση της αγνής χριστιανικής τέχνης. Οι Ν. ίδρυσαν ένα είδος αδελφότητας, όπου επικρατούσε η αρχή του απλού και αγνού τρόπου διαβίωσης που θα οδηγούσε τα μέλη της στην ταπεινοφροσύνη των πιστών πριμιτίφ (των Ιταλών και Γερμανών ζωγράφων του 15ου αι., στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ο Ραφαήλ και ο Ντίρερ). Αρχηγός του κινήματος των Ν. ήταν ο Φρίντριχ Όβερμπεκ. Αφού ίδρυσε στη Βιέννη τον Όμιλο του Λουκά, το 1810 εγκαταστάθηκε με μερικούς συμπατριώτες του στη Ρώμη. Μαζί με τους Πέτερ Κορνέλιους, Βίλχελμ Σάντοβ, Φίλιπ Φάιτ, Γιόζεφ Άντον Κοχ και Γιούλιους Σνορ φον Κάελσφντρο, ο οποίος διακόσμησε το 1816 το μέγαρο Τζουόρι, κατοικία του Μπαρτόλντι, γενικού πρόξενου της Πρωσίας στη Ρώμη με το έργο Σκηνές από τον Bίο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο και το 1817 την Έπαυλη Μάσιμο κοντά στο Λατερανό, με θέματα από την ποίηση του Δάντη, του Αριόστο και του Τάσο. Οι τοιχογραφίες αυτές αποτελούν τεκμήρια της μεγάλης παιδείας των Ν. ζωγράφων και των επιδράσεων του Μιχαήλ - Άγγελου, των μανιεριστών, του Σινιορέλι, του Ραφαήλ, του Περουτζίνο, του Πιντουρίκιο κ.ά. Από τους N., που ονομάστηκαν έτσι για τα μακριά, ξανθά μαλλιά τους, επηρεάστηκαν πολλοί άλλοι καλλιτέχνες της πρώτης πεντηκονταετίας του 19ου αι., σχηματίζοντας ένα σημαντικό πολιτιστικό κίνημα. «Ο Ιωσήφ αναγνωρίζεται από τους αδελφούς του», πίνακας του Πέτερ Κορνέλιους? το κίνημα των Ναζωραίων, που δημιουργήθηκε το 1910 στη Ρώμη από μία ομάδα Γερμανών ζωγράφων, αντέδρασε στον νεοκλασικισμό και αποτέλεσε μία από τις πρώτες εκδηλώσεις του ρομαντισμού (Μουσείο Βερολίνου).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Nazoraioi — (Ναζωραιοι) were mentioned by Theodoretus (Century V) as Jews who believed that the Jewish messiah was nothing more nor less than a Tzadik. According to him they later came to adopt a Hebrew Gospel of Matthias based upon Peter s account, which… …   Wikipedia

  • Ναζωραίος — α, ο (ΑΜ Ναζωραῑος, α, ον) [Ναζαρέτ] 1. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που κατάγεται από τη Ναζαρέτ τής Παλαιστίνης ή ο κάτοικος τής πόλης αυτής 2. προσωνυμία τού Ιησού Χριστού 3. (στον πληθ. ως ουσ.) οι Ναζωραίοι και Ναζαρηνοί α) οπαδοί ορισμένων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”